- μονοσταλής
- μονο-στᾰλής, ές,A = μονόστολος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονοσταλής — μονοσταλής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευ σταλής] … Dictionary of Greek
μονοσταλής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)